- γλυκόπικρος
- η , ο1) сладко-горький; 2) радостный и печальный одновременно;
γλυκόπικρα γέλια — смех сквозь слёзы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκόπικρα γέλια — смех сквозь слёзы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γλυκόπικρος — η, ο (Α γλυκύπικρος, ον, Μ γλυκόπικρος, ον) 1. αυτός που έχει γεύση και γλυκιά και πικρή 2. εκείνος που είναι και ευχάριστος και δυσάρεστος, ο οποίος φέρνει και χαρά ή ηδονή και πίκρα ή οδύνη (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος… … Dictionary of Greek
γλυκόπικρος — η, ο 1. γλυκός μαζί και πικρός. 2. μτφ., ευχάριστος και δυσάρεστος μαζί: Γλυκόπικρη αίσθηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
γλυκύπικρος — ον (Α) βλ. γλυκόπικρος … Dictionary of Greek
ερωτογλυκόπικρα — ἐρωτογλυκόπικρα, τά (Μ) οι χαρές και πίκρες τού έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + γλυκόπικρος] … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek